φαυλοκρατικός

φαυλοκρατικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φαυλοκρατία και στον φαυλοκράτη («φαυλοκρατικές μέθοδοι»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο φαυλοκρατικός
οπαδός τής φαυλοκρατίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαυλοκράτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φαυλοκρατικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει σχέση με τη φαυλοκρατία (βλ. λ.), ο οπαδός της φαυλοκρατίας, αυτός που ακολουθεί τις μεθόδους της: Φαυλοκρατική νοοτροπία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”